Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Πιάνουν πάτο οι παγκόσμιες επενδύσεις;




Οι παγκόσμιες ξένες άμεσες επενδύσεις (FDI) για το 2003 εκτιμάται ότι τελικά θα φτάσουν μόλις στα 653 δις δολ, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ειδικής υπηρεσίας για την ανάπτυξη του ΟΗΕ. Το αντίστοιχο μέγεθος για το 2002 ήταν 651 δις δολ, ενώ για το 2001 ήταν 824 δις δολ. και για το 2000 ήταν 1,4 τρις δολ. Συνολικά, μέσα στα τρία τελευταία χρόνια, οι ξένες άμεσες επενδύσεις συρρικνώθηκαν κατά 53%. Η πτώση των ξένων άμεσων επενδύσεων υπήρξε ακόμη πιο εντυπωσιακή στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Η καθίζηση αυτή, τόσο ως προς το απόλυτο μέγεθός της, όσο και ως προς τη διάρκειά της, αποτελεί ιστορικό ρεκόρ για την παγκόσμια οικονομία.


Κίνηση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων παγκόσμια, 2001-2003 (δις δολ.)

Οικονομία
2001
2002
2003
Παγκόσμια
823,8
651,2
653,1
1. Ανεπτυγμένες χώρες
589,4
460,3
467,0

Ευρωπαϊκή Ένωση (συνολικά)

389,4
374,4
341,8
Γαλλία
55,2
51,5
36,4

Γερμανία

33,9
38,0
36,3

Ολλανδία

51,2
29,2
30,5

Βρετανία

62,0
24,9
23,9

Αυστραλία

4,0
14,0
10,0

Καναδάς

28,8
20,6
11,1

Ιαπωνία

6,2
9,3
7,5

Ελβετία

8,9
9,3
0,4

ΗΠΑ

144,0
30,0
86,6
2. Αναπτυσσόμενες οικονομίες
209,4
162,1
155,7

Αφρική

18,8
11,0
14,4

Λατινική Αμερική και Καραϊβική

83,7
56,0
42,3

Ασία και Ειρηνικός

106,9
95,1
99,0

Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη

25,0
28,7
30,3
Πηγή: UNCTAD

Ωστόσο, ο ΟΗΕ προβλέπει ότι οι ροές ξένων άμεσων επενδύσεων θα επανέλθουν κατά τη διάρκεια του 2004, λόγω της αναμενόμενης και πολλά υποσχόμενης ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας, της ανόδου της κερδοφορίας των πολυεθνικών, την ανάκαμψη των συγχωνεύσεων και των εξαγορών, καθώς και της «αυξανόμενης εμπιστοσύνης των επενδυτών». Οι εκτιμήσεις αυτές εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο «αισιόδοξων προβλέψεων» από διεθνείς οργανισμούς και κεντρικές τράπεζες, με στόχο να ενισχυθεί το «θετικό κλίμα» στην οικονομία. Μια τυπική εκτίμηση του είδους έδωσε σε συνέντευξή του ο Αουγκούστο Λόπεζ-Κλάρος, επικεφαλής οικονομολόγος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ: «Σίγουρα οι συνθήκες φαίνεται να υπάρχουν για μερική ανάκαμψη το 2004, για να μη μιλήσουμε για «μπουμ». Μια παρατεταμένη περίοδος δημοσιονομικής χαλαρότητας και ιστορικά χαμηλών επιτοκίων στις ΗΠΑ φαίνεται ότι τελικά άρχισαν να επιδρούν στη συνολική ζήτηση. Επίσης, υπήρξε και κάποιο ξεκαθάρισμα ορισμένων αβεβαιοτήτων στο διεθνές πολιτικό μέτωπο. Ο πόλεμος στο Ιράκ δεν είχε τα τραγικά αποτελέσματα που αρχικά αναμένονταν, οι τιμές του πετρελαίου δεν εκτινάχτηκαν στα 80 δολ. το βαρέλι, το δίκτυο των συμμαχικών διακανονισμών ανάμεσα στις κύριες δυνάμεις που συνέβαλε σε αρκετές δεκαετίες ευημερίας μετά τον πόλεμο δεν κατέρρευσε. Όλα αυτά λειτούργησαν θετικά στην εμπιστοσύνη του καταναλωτή και του επενδυτή. Όμως η ανάκαμψη, στις ΗΠΑ και αλλού, μπορεί να είναι εύθραυστη και δεν είμαι σίγουρος ότι βρισκόμαστε ακόμη σε ασφαλές έδαφος»
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Άλαν Γκρίνσπαν της Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ, ο οποίος στην πρόσφατη καθιερωμένη κατάθεσή του (12/2/2004) στην επιτροπή οικονομικών της βουλής των αντιπροσώπων εμφανίστηκε ασυνήθιστα αισιόδοξος: «Η αξιοσημείωτη μείωση των γεωπολιτικών ανησυχιών, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις οικονομικές προοπτικές και η βελτίωση στις χρηματοοικονομικές συνθήκες έδεσαν καλά…με μια σταθερή επιτάχυνση στη δραστηριότητα…Συνολικά, η οικονομία σημείωσε εντυπωσιακά κέρδη σε παραγωγή και πραγματικά εισοδήματα, αν και η δημιουργία θέσεων εργασίας υπήρξε περιορισμένη. Κοιτώντας μπροστά, οι προοπτικές είναι καλές για μια σταθερή επέκταση της οικονομίας των ΗΠΑ». Παρόλα αυτά φρόντισε να κρατήσει και μια «πισινή» επισημαίνοντας το προφανές: «Αν και οι προοπτικές της οικονομίας των ΗΠΑ φαίνονται ιδιαίτερα ευνοϊκές, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι όλες οι εκτιμήσεις είναι προβλέψεις σ’ ένα αβέβαιο μέλλον. Το γεγονός ότι οι περισσότερες προβλέψεις σκιαγραφούν περίπου την ίδια βραχυπρόθεσμη εικόνα που αποτελεί και για μας την πιο πιθανή, μας καθησυχάζει. Όμως, η ιστορία μας διδάσκει ότι όταν το μέλλον μας ξαφνιάζει, τότε συχνά μας ξαφνιάζει όλους μαζί. Κατά συνέπεια πρέπει να επαγρυπνούμε για κινδύνους που μπορεί να απειλήσουν τη σταθερότητα της επέκτασης».
Οι διθυραμβικές αυτές προβλέψεις δεν έχουν να κάνουν τόσο με την πραγματική κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά κυρίως με την ανάγκη να στηριχθεί με κάθε τρόπο η συνέχιση της ίδιας πολιτικής που εφάρμοσε η διοίκηση του κ. Μπους και φαίνεται να έχει τέτοια «θαυμαστά» αποτελέσματα. Πριν λίγο καιρό η μάλλον συντηρητική στις προβλέψεις της Φαινάνσιαλ Τάιμς (10/11/2003) έφερε τον τίτλο, «οι ευτυχισμένες ημέρες επέστρεψαν» και μιλούσε για μια «συγχρονισμένη ανάπτυξη» στην παγκόσμια οικονομία με ατμομηχανή τις ΗΠΑ. Ωστόσο τόνιζε επίσης ότι «η συμβίωση ανάμεσα στους δανειολήπτες αμερικανούς και τους αποταμιευτές ασιάτες είναι το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίζεται η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη. Για όσο διάστημα οι αμερικανοί δανείζονται και οι ασιάτες δανείζουν, η ανάκαμψη μπορεί να συνεχιστεί». Τι συμβαίνει ακριβώς; Η αποκαλούμενη ανάκαμψη χρηματοδοτείται κυρίως από το αμερικανικό κράτος μέσα από σκανδαλώδεις συμβάσεις με το ιδιωτικό κεφάλαιο, ευρύτατες φοροαπαλλαγές για τα κέρδη και το συσσωρευμένο πλούτο, ραγδαία αύξηση των καταναλωτικών δημόσιων δαπανών ιδίως για την άμυνα και την ασφάλεια, κοκ. Ταυτόχρονα με την πολιτική του συγκριτικά «φτηνού» δολαρίου, αλλά και των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων, διευκολύνει την πρόσβαση των μεγάλων επιχειρήσεων σε φτηνό χρήμα και τη δυναμική τους επέκταση στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα είναι η διεύρυνση των δημοσιονομικών και εμπορικών ελλειμμάτων της αμερικανικής οικονομίας, που καλύπτονται κυρίως με ευρύτατες πωλήσεις ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, τα οποία συνολικά ξεπερνούν σε αξία τα 3,9 τρις δολ. Το 36% αυτής της συνολικής αξίας έχουν αγοραστεί από ξένους επενδυτές και κεντρικές τράπεζες άλλων χωρών. Απ’ αυτούς η Ιαπωνία και η Κίνα αποτελούν τους δυο μεγαλύτερους αγοραστές ομολόγων, έχοντας αγοράσει έως σήμερα γύρω στα 669 δις δολ. Επιπλέον τα μερίδια αυτά συνεχίζουν να αυξάνουν. Η ζήτηση στις τελευταίες δημοπρασίες ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου υπήρξε αρκετά σημαντική, με τους ξένους να αγοράζουν σχεδόν το μισό από τα 56 δις δολ. που διατέθηκαν. Τον Ιανουάριο που μας πέρασε οι Ιαπωνικές αρχές ξόδεψαν 67 δις δολ. παρεμβαίνοντας σε αγορές του εξωτερικού με στόχο κυρίως την αγορά αμερικανικών ομολόγων, ενώ το σχέδιο προϋπολογισμού προτείνει ένα πρόσθετο κονδύλι 43 τρις γιέν για επιπλέον αγορές. Αντίστοιχα η Κίνα δαπανά τα τελευταία δυο χρόνια γύρω στο 30-40% των συνολικών συναλλαγματικών της αποθεμάτων σε αμερικάνικά ομόλογα.
Η δυνατότητα «σταθερής ανάκαμψης» της αμερικανικής οικονομίας, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνέχιση αυτής της ροής κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της. Αυτός ακριβώς ο λόγος κάνει επιτακτική για την αμερικανική κυβέρνηση την ανάγκη για άμεσο πολιτικό και οικονομικό έλεγχο των εσωτερικών εξελίξεων των χωρών απ’ όπου αντλεί κεφάλαιο. Κι αυτή η ζωτική ανάγκη ελέγχου δεν περιορίζεται μόνο σε χώρες όπως η Κίνα και η Ιαπωνία, αλλά αφορά άμεσα και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες αποτελούν μια εξίσου σημαντική πηγή άντλησης κεφαλαίων για την αμερικανική οικονομία.
Μια ακόμη σημαντική εφεδρεία για την «ανάκαμψη» της παγκόσμιας οικονομίας είναι η ακόμη πιο έντονη κινητικότητα των πολυεθνικών. Οι πολυεθνικές αντέδρασαν στην αδυναμία της αγοράς να στηρίξει την επενδυτική τους επέκταση με ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση του κόστους και ιδιαιτέρως του εργατικού κόστους. Το «μοντέλο» ανάπτυξης που ήθελε μια χώρα να εξαρτάται από τις ροές επενδύσεων από το εξωτερικό, από τις πολυεθνικές, οδήγησε σε τραγικά αποτελέσματα. Τα τελευταία δυο χρόνια στο Μεξικό περισσότερα από 500 εργοστάσια συναρμολόγησης με εξαγωγικό προσανατολισμό έκλεισαν πετώντας 218.000 εργάτες στο δρόμο. Το έγκλημα τους ήταν ότι το πενιχρό ωρομίσθιο του 1,26 δολ., που πληρώνονταν για να συναρμολογούν εξαρτήματα αυτοκινήτων προς εξαγωγή κυρίως στις ΗΠΑ, ήταν «πολύ υψηλό» για τις νέες συνθήκες της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτές οι γραμμές συναρμολόγησης μεταφέρθηκαν στην Ονδούρα όπου οι εργάτες αμείβονται με 59 σεντς την ώρα, στην Νικαράγουα για 40 σεντς την ώρα και στην Κίνα για 27 σεντς την ώρα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο διεθνής τύπος αναφέρει ήδη ότι η διεύθυνση των εργοστασίων αυτών στη Νικαράγουα και στην Ονδούρα έχει ανακοινώσει στους εργάτες ότι θα πρέπει να δουλέψουν πιο σκληρά, περισσότερες ώρες και με πιο χαμηλούς μισθούς, γιατί υπάρχουν χιλιάδες κινέζων στη σειρά έτοιμοι να πάρουν τη δουλειά τους. Εάν δεν τους αρέσει, η εταιρεία το μόνο που έχει να κάνει είναι να κλείσει το εργοστάσιο και να φύγει. Οι εργάτες στην Κίνα που δουλεύουν σε γραμμές παραγωγής για εταιρείες, όπως η Βίβα και η Σπορτ-Ηλέκ, εξαναγκάζονται να δουλεύουν για 16 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα (με μόνο 12 ημέρες άδεια το χρόνο) για 16 σεντς την ώρα. Δεν αναγνωρίζεται καμμιά υπερωρία. Οι εργάτες δεν διαθέτουν καμμιά ασφάλιση υγείας και σύνταξης. Εάν τολμήσουν και οργανωθούν, αμέσως θα απολυθούν, θα ξυλοκοπηθούν άγρια και πολλές φορές θα καταλήξουν στη φυλακή. Όταν οι γυναίκες εργάτριες του Μπαγκλαντές, που έραβαν για 5 σεντς την ώρα τα πουκάμισα των 17,99 δολ. της Ντίσνεϋ, ζήτησαν μία ημέρα την εβδομάδα για ρεπό, η εταιρεία της Γουόλτ Ντίσνεϋ απάντησε με τη λύση των συμβολαίων υπεργολαβίας με βάση τα οποία δούλευαν τα ντόπια εργοστάσια.  
Η κατάσταση αυτή δεν είναι προνόμιο μόνο των εξαρτημένων χωρών, αλλά κανόνας για όλες τις χώρες του κόσμου. Ακόμη και στις ίδιες τις ΗΠΑ η «ανάκαμψη» δεν φέρνει νέες θέσεις εργασίας. Εκτιμάται μάλιστα ότι την επόμενη δεκαετία πάνω από 3,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας θα μεταφερθούν στο εξωτερικό, έστω κι αν το «εργατικό κόστος» στις ΗΠΑ έχει ήδη συρρικνωθεί σημαντικά.
Η περίοδος της ραγδαίας πτώσης των ξένων άμεσων επενδύσεων οδήγησαν τα διάφορα «οικονομικά θαύματα» σε χρεοκοπία και ολόκληρες περιοχές του πλανήτη μπροστά σε σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Η εξάρτηση της οικονομικής ανάπτυξης από τις επενδύσεις και την πολιτική των πολυεθνικών οδήγησε σε ένα τεράστιο και συνεχώς διευρυνόμενο έλλειμμα ανάπτυξης παγκόσμια. Το αποτέλεσμα είναι η έκρηξη των ανισοτήτων. Εκεί που το 1960 το πιο πλούσιο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού είχε εισοδήματα μεγαλύτερα κατά 30 φορές από το πιο φτωχό 20%, το 1995 η σχέση είχε γίνει 82 φορές, ενώ σήμερα υπερβαίνει τις 90 φορές. Η αναμενόμενη «ανάκαμψη» όχι μόνο πατά σ’ αυτές τις ανισότητες, αλλά λειτουργεί καταλυτικά στην παραπέρα όξυνσή τους.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου