Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Γεωπονική


Γεωπονική, 19/6/2010

Η χώρα εδώ και χρόνια έχει οδηγηθεί σε μια κατάσταση όπου η επιβίωσή της εξαρτάται από το αν και κατά πόσο μπορεί να βρει δάνεια για να εξυπηρετήσει το χρέος της. Την τελευταία δεκαετία η χώρα δανείστηκε κοντά στα 490 δις ευρώ από τα οποία το 97% πήγε στην εξυπηρέτηση παλιότερων δανείων, ενώ μόνο το 3% πήγε στην κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Με άλλα λόγια δανειζόμαστε για να ξεπληρώνουμε παλιότερα χρέη.
Τέλος η δυναμική του δημόσιου δανεισμού είναι τέτοια που είναι αδύνατον να αποπληρωθεί ότι κι αν γίνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία δεκαετία η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους στοίχισε γύρω στα 450 δις ευρώ, δηλαδή τα έσοδα 8 προϋπολογισμών του 2009. Παρόλα αυτά αντί το δημόσιο χρέος να αναχαιτιστεί, να μειωθεί ή τέλος πάντων να σταθεροποιηθεί, αυτό αυξήθηκε κατά 155 δις ευρώ.

Με βάση τις προβλέψεις του «μνημονίου» που ψήφισε η κυβέρνηση και με την προϋπόθεση ότι όλοι οι στόχοι που έχουν τεθεί από την «τρόικα» θα επιτευχθούν, το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν θα συγκρατηθεί, αλλά θα αυξηθεί σημαντικά και θα φτάσει μετά το τέλος της τριετίας στο 167% του ΑΕΠ, από 125% που είναι σήμερα. Με άλλα λόγια ο λαός και η χώρα ρίχνεται στον καιάδα του ΔΝΤ και της ΕΕ με μόνο σίγουρο αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του δημόσιου χρέους.
Τότε ποιος είναι ο στόχος αυτού του καθεστώτος κατοχής; Να τεθεί η χώρα σε μια ιδιότυπη «καραντίνα» για να μην επεκταθεί η αποκαλούμενη «μόλυνση» και στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Το κύριο ενδιαφέρον της «τρόικας» δεν είναι η αποκατάσταση της οικονομίας της χώρας, αλλά η προστασία των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών και του ευρώ.
Γιατί; Διότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν πάνω από το 75% των ελληνικών ομολόγων και δεν θέλουν ν’ ακούσουν ούτε λέξη για τυχόν αδυναμία της Ελλάδας να συνεχίσει να πληρώνει τα χρέη της.
Επομένως, η ΕΕ και το ΔΝΤ ήρθε για να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα δεν θα σταματήσει να πληρώνει τα χρέη της, έστω κι αν πεινάσει ο λαός της, έστω κι αν η χώρα διαλυθεί και ξεπουληθεί στο σύνολό της.

Ποια πρέπει να είναι η απάντηση;

Μια ριζικά διαφορετική πολιτική που ξεκινά στη βάση των αληθινών συμφερόντων του λαού και της χώρας οφείλει να ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής τα στοιχειώδη: Το χρέος δεν το δημιούργησε ο λαός.
Ο λαός δεν χρωστά, του χρωστάνε. Δεν μπορεί λοιπόν να του ζητιέται να πληρώσει τον «λογαριασμό του χρέους» που άλλοι δημιούργησαν και επωφελήθηκαν από αυτό. Την στιγμή μάλιστα που το έχει πληρώσει τουλάχιστον μιάμιση φορά την τελευταία δεκαετία.
Το αίτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους δεν είναι ένα επαναστατικό ή σοσιαλιστικό μέτρο, αλλά ένα βαθιά λαϊκό δημοκρατικό μέτρο που απαντά όχι μόνο στην αδυναμία της αποπληρωμής του σημερινού δημόσιου χρέους της χώρας, αλλά και στον χαρακτήρα αυτού του χρέους. Δηλαδή στο γεγονός ότι ανήκει σε διεθνείς κερδοσκόπους και τοκογλύφους κατόχους ομολόγων που δεν μπαίνουν σε καμμιά διαπραγμάτευση εκτός κι αν τους συμφέρει.
Το καίριο ζήτημα δεν είναι η παύση πληρωμών, αλλά η αναγνώριση η μη του χρέους. Αυτός είναι ο λόγος που το κεντρικό ζήτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους δεν είναι η παύση πληρωμών και η διαπραγμάτευση ή μη, η μερική ή ολική διαγραφή του χρέους, αλλά η μη αναγνώριση του χρέους και των υποχρεώσεών του από τον λαό, ως χρέος "απεχθές", ως μοχλός κατάλυσης της κυριαρχίας της χώρας.
Από εκεί και πέρα μπορεί και πρέπει να δει κανείς κατά περίπτωση τι θα κάνει με τυχόν αιτήματα των πρώην δανειστών της χώρας. Τι δηλαδή είναι δίκαιο και συμφέρον για τη χώρα και το λαό της να ικανοποιηθεί, αρκεί οι αιτούντες να επιδείξουν καλή πίστη και να μην αντιμετωπίζουν τη χώρα ως οφειλέτη. Πάντα υπό την προϋπόθεση ότι καμιά απαίτηση δεν θα υπονομεύσει την πορεία του λαού, δεν θα υποθηκεύσει το μέλλον του και ούτε θα θέσει τη χώρα υπό καθεστώς ομηρίας.
Τέλος, η άρνηση πληρωμής του χρέους είναι μόνο η αρχή, η αναγκαία αφετηρία για μια άλλη ριζικά διαφορετική πορεία που απαιτεί την έξοδο από το ευρώ, την εθνικοποίηση των βασικών τραπεζών, τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων, την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μέσα από μια γενναία αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων υπέρ των εργαζομένων, την ανατροπή του καθεστώτος εξάρτησης και υποτέλειας.

Ποιος μπορεί να το κάνει αυτό; Ποιος πολιτικός φορέας;

Χρειάζεται επειγόντως να κινητοποιηθεί η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης, των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας. Ποτέ άλλοτε δεν είχε κατακτήσει τη συνείδηση των μαζών τόσο έντονα, αυθόρμητα και καθολικά η απαίτηση για ενότητα και κοινή δράση των ίδιων των εργαζομένων στη βάση των αιτημάτων και διεκδικήσεών τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν τα πιο άμεσα και ζωτικά προβλήματά τους. Όπως και ποτέ άλλοτε δεν είχαμε μια τόσο συνδυασμένη αντίδραση ενάντια στην ενότητα και την κοινή δράση των εργαζομένων τόσο από τις κεντρικές συμβιβασμένες ηγεσίες των συνδικάτων όσο και από τις ηγεσίες των κομμάτων της αριστεράς.
Με το πρόβλημα της βιωσιμότητας και της προοπτικής της εθνικής οικονομίας, της χώρας και του λαού να αποτελεί όσο ποτέ άλλοτε το κορυφαίο ζήτημα της ταξικής πάλης, το αίτημα για ενιαίο μέτωπο, για ένα νέο ΕΑΜ, που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες έχει γίνει περισσότερο επίκαιρο και επιτακτικό παρά ποτέ. Από τον τρόπο με τον οποίο απαντά στο καίριο αυτό ζήτημα η κάθε πολιτική δύναμη καθορίζονται η ταξική ταυτότητα και ο αληθινός προσανατολισμός της.
Το ενιαίο αυτό μέτωπο δεν έχει τίποτε να κάνει με «μέτωπα» και «συμμαχίες» που έχουν επινοηθεί κατά καιρούς στην αριστερά. Και αυτό γιατί ενιαίο μέτωπο δεν είναι η ιδεολογική συνεύρεση κάποιων ομοϊδεατών, ούτε η συνάθροιση ορισμένων που αυτοδιορίζονται εκπρόσωποι μιας «άλλης» αριστεράς, της «δικής τους» αριστεράς, του «δικού τους» πόλου. Το ενιαίο μέτωπο είτε θα αφορά απευθείας την πλειοψηφία του λαού και θα επιδιώκει άμεσα και πρακτικά να αγκαλιάσει όλες τις υπαρκτές κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν τα λαϊκά αιτήματα, είτε πολύ απλά θα είναι ένα πρόσχημα.
Γι’ αυτό και η πάλη για ενιαίο μέτωπο ξεκινά αναγκαστικά με τη διεκδίκηση της συνδικαλιστικής και μαζικής οργάνωσης. Χωρίς αυτήν είναι πάρα πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος ένα ρωμαλέο μαζικό κίνημα με αυθεντικά λαϊκά αιτήματα, συνέπεια και συνέχεια. Η οργάνωση των αγώνων, η ανάπτυξη του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και ενός ευρύτερου μαζικού λαϊκού κινήματος αποτελούν άμεση προτεραιότητα και συνιστούν τον μοναδικό δρόμο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την επιβολή ριζικά διαφορετικών λύσεων.
Χρειάζεται επειγόντως ένα ισχυρό λαϊκό ρεύμα το οποίο να είναι σε θέση να ανατρέψει τις κυρίαρχες πολιτικές και τους δυσμενείς συσχετισμούς. Για να προκύψει σήμερα ένα τέτοιο μαζικό πολιτικό κίνημα απαιτείται ένα ευρύτερο μέτωπο δυνάμεων, μια μεγάλη κοινωνικοπολιτική συμμαχία, η οποία θα στρατεύεται ενάντια στον επίσημο «μονόδρομο» του καθεστώτος κατοχής.
Είναι η αριστερά αντάξια αυτής της πρόκλησης; Το σίγουρο είναι ότι την αριστερά σήμερα χωρίζουν αξεπέραστες ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Οι συγκρούσεις που προκύπτουν απ’ αυτές δεν μπορούν να εξαλειφθούν, γιατί πολύ απλά γεννιούνται από την ίδια την αντικειμενική κατάσταση της αριστεράς, από τη σχέση της με την κοινωνία και τις τάξεις της. Επομένως όποιοι καλούν την αριστερά να ξεχάσει τις διαφορές της και να ενωθεί είτε αρνούνται να κατανοήσουν το αυτονόητο είτε επιχειρούν στο όνομα της ενότητας να την φιμώσουν και να την ποδηγετήσουν, να της επιβάλουν από τα πάνω ένα καθεστώς αποϊδεολογικοποίησης, που στην πράξη σημαίνει πάντα υποταγή στον πολιτικό καιροσκοπισμό.
Το ζητούμενο της ενότητας δράσης δεν είναι για την αριστερά να ξεχάσει τις διαφορές της ή να αναζητήσει τις όποιες «ιδεολογικές συγγένειές» της. Η ενότητα δράσης στο βαθμό που είναι ειλικρινής δεν αφορά αυτήν καθαυτή την «ενότητα της αριστεράς», αλλά πάνω απ’ όλα την ανάγκη για κοινή πάλη όλων των εργαζομένων εναντίον του κοινού εχθρού. Πολύ περισσότερο σήμερα που η αριστερά όχι μόνο δεν εκφράζει την πλειοψηφία του λαού, αλλά αδυνατεί να τον προσεγγίσει.
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι η «ενότητα της αριστεράς», όπως κι αν την εννοεί κανείς, αλλά η ενότητα δράσης της πλειοψηφίας του λαού. Όχι στη βάση της άρνησης των κυρίαρχων πολιτικών, αλλά στη βάση άμεσων απαντήσεων στα πιο κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός και η χώρα. Άλλωστε η ιστορία έχει διδάξει ότι δεν μπορεί να υπάρξει πλειοψηφικό κίνημα ανατροπής στηριγμένο μόνο στην άρνηση. Η άρνηση δεν οξύνει την συνείδηση, την αμβλύνει. Μπορεί μόνο να εκφράσει ξεσπάσματα τυφλής οργής, απόγνωσης και πανικού. Γι’ αυτό κι όσοι ζητούν σήμερα το κίνημα να επικεντρωθεί στην ανατροπή των πολιτικών της κυβέρνησης και της «τρόικας», χωρίς να διατυπώνει σαφείς προτάσεις για να απαντήσει στα κρίσιμα προβλήματα από τη σκοπιά των εργαζομένων, στη ουσία επιχειρούν να ευνουχίσουν και να αποτρέψουν την κοινή δράση της πλειοψηφίας του λαού. 
Η κοινή δράση αυτή μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια ενότητα δυνάμεων που δεν συγκροτείται με βάση ιδεολογικές συγγένειες, αληθινές ή προσχηματικές, δεν απαιτεί δηλώσεις μετανοίας και πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων, ούτε προϋποθέτει την στοίχιση όλων πίσω από αυτόκλητους ηγεμόνες, παράγοντες, γραμματείς και φαρισαίους, ή αυτοανακηρυγμένες «πρωτοπορίες».
Αντίθετα απαιτεί μια ενότητα ανοικτή σε όλους, σε όλες τις δυνάμεις της αριστεράς, σε όλες τις δυνάμεις του λαού, που αποδέχονται την κοινή δράση ενάντια στον κοινό εχθρό στη βάση των πιο άμεσων και ζωτικών αιτημάτων των εργαζομένων και της χώρας.
Απαιτεί μια ενότητα ισότιμη και δημοκρατική στις διαδικασίες της, η οποία θα σέβεται την πολιτική αυτοτέλεια των συμμάχων και δεν θα εκφράζει μια στενή «από τα πάνω» συνάντηση κορυφών, αλλά θα οικοδομείται κύρια «από τα κάτω» μέσα στην κοινωνία, μέσα στις μαζικές οργανώσεις, τις συσπειρώσεις και τις μορφές δράσεις που γεννά η ζωή και η πάλη των εργαζομένων.
Απαιτεί μια ενότητα όπου όλοι συμμετέχουν στη βάση της πιο χαλαρής οργανωτικής σχέσης η οποία μπορεί να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία ζύμωσης και αντιπαράθεσης των διαφορετικών απόψεων μέσα στο μέτωπο.
Απαιτεί μια ενότητα η οποία δεν θα εκφράζεται με γραμματείες κορυφής, βοναπάρτες προέδρους, διορισμένους εκπροσώπους τάσεων και ρευμάτων, «αναντικατάστατους» βουλευτές και παράγοντες.
Απαιτεί μια ενότητα που δεν θα αναλώνεται σε λογικές ψηφοθηρίας, σε κατευθυνόμενες σταυροδοσίες, σε δοσοληψίες του παρασκηνίου για κοινοβουλευτικές έδρες και κονδύλια.
Απαιτεί μια ενότητα που θα σφυρηλατείται πρώτα και κύρια μέσα στους λαϊκούς και εργατικούς αγώνες και θα μετατρέπει το μέτωπο σε δύναμη πάλης για την εξουσία.
Μόνο έτσι μπορεί να αναδειχθεί μια γνήσια λαϊκή και εργατική ενότητα, η οποία μέσα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις και ιδεολογικές ταυτότητες θα εκφράζει μια κοινή συνισταμένη, έναν κοινό αγώνα: Το άνοιγμα του δρόμου για μια ριζικά διαφορετική ανάπτυξη του τόπου προς όφελος των εργαζομένων, στη βάση μιας αυθεντικής δημοκρατίας στην οποία ο λαός θα είναι αληθινά κυρίαρχος στη χώρα του και ελεύθερος από κάθε ιμπεριαλιστική επιβουλή και εξάρτηση.
Η συμφωνία σ’ ένα κοινό πρόγραμμα πάλης που απηχεί τα πιο ζωτικά συμφέροντα των εργαζομένων, του λαού και της χώρας στη σημερινή συγκυρία αποτελεί τη μόνη ασφαλή βάση αυτής της ενότητας. Αποτελεί τον μόνο τρόπο για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των μαζών, να ανοίξουν νέοι ορίζοντες στους αγώνες τους και να εκφραστούν πολιτικά οι προσδοκίες τους.
Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται επειγόντως μια πολιτική Πρωτοβουλία ευρύτερων δυνάμεων και αγωνιστών που να θέσει ως άμεση ανάγκη το ενιαίο μέτωπο με τους όρους και τις προϋποθέσεις που περιγράψαμε. Η Πρωτοβουλία αυτή δεν θα ψάξει να βρει μια «άλλη» αριστερά πιο ριζοσπαστική, πιο αριστερή, πιο ταξική, κοκ, για να της αναθέσει το ενιαίο μέτωπο, αλλά θα απευθυνθεί στις υπάρχουσες δυνάμεις της αριστεράς, σε όλες τις δυνάμεις του λαού, με σκοπό να θέσει άμεσα και επιτακτικά την ανάγκη κοινής δράσης για να ανατραπεί το καθεστώς κατοχής. Μα πάνω από όλα θα απευθυνθεί στον απλό κόσμο της αριστεράς, στους αγωνιστές της, στους απλούς ανθρώπους του λαού και της εργατικής τάξης ανεξάρτητα από ιδεολογικές πεποιθήσεις και κομματικές εξαρτήσεις, μετατρέποντας την ενότητα και την κοινή δράση σε δική τους κατεξοχήν υπόθεση.


Δημήτρης Καζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου