Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ιδιωτικοποιήσεις και κράτος




Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δεν οδηγεί σ’ ένα «μικρότερο κράτος», αλλά σ’ ένα ακόμη πιο διογκωμένο, παρασιτικό, αυταρχικό και διεφθαρμένο κράτος.

Εδώ και πάνω από δυο δεκαετίες ένας συνασπισμός συμφερόντων της «ελεύθερης αγοράς» – από την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, τα διευθυντήρια των πολυεθνικών, έως τους νεοφιλελεύθερους πολιτικούς της δεξιάς και της αριστεράς – διεξάγουν μια συστηματική επίθεση ενάντια στον οικονομικό ρόλο του κράτους. Το σχήμα είναι χυδαία απλοϊκό: η «ελεύθερη αγορά» και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν ταυτιστεί με την αξιοκρατία, την «ελευθερία επιλογής», τη δημοκρατία, την αποτελεσματικότητα, την ανάπτυξη. Ενώ το κράτος, η κρατική παρέμβαση και η «κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα», έχει ταυτιστεί με την αναξιοκρατία, την αναποτελεσματικότητα, την διαφθορά, τον πατερναλισμό της κοινωνίας, κοκ.

Προς ένα πιο παρασιτικό και διεφθαρμένο κράτος

Στη βάση αυτού του χυδαία απλοϊκού σχήματος στηρίχθηκε και η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων για να αντιμετωπιστούν δήθεν τα εκ φύσεως ελαττώματα του κράτους. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Παρά τα συντριπτικά κύματα ιδιωτικοποιήσεων που γνώρισαν σχεδόν όλες οι χώρες – ανεπτυγμένες και μη – απ’ την δεκαετία του ’80 έως σήμερα, όχι μόνο δεν βελτιώθηκε η κατάσταση, αλλά επιδεινώθηκε ραγδαία. Μπορεί το κράτος να έχασε ζωτικούς για την κοινωνία τομείς δράσης και να πέρασε από την εποχή των χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, στην εποχή των «πλεονασμάτων», αλλά ο παρασιτικός, διεφθαρμένος και άκρως αντιδραστικός του χαρακτήρας ενισχύθηκε, έγινε ακόμη πιο ασφυκτικός, ακόμη πιο καταπιεστικός για το σύνολο της εργαζόμενης κοινωνίας.

Την ίδια ώρα η επέκταση του ιδιωτικού κεφαλαίου ακόμη και σε χώρους που πριν μερικά χρόνια ήταν προνομιακοί χώροι κρατικής δράσης, (όπως π.χ. συγκοινωνίες, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, υγεία, παιδεία, υποδομές, κοκ) μπορεί να πρόσφερε νέες ευκαιρίες κερδοσκοπίας, αλλά επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση, τόσο της οικονομίας συνολικά, όσο και της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργαζόμενης κοινωνίας. Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δε εφαρμόζεται για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της κρατικής διαχείρισης, αλλά για να «ανοίξουν νέες αγορές» στην κερδοσκοπία του ιδιωτικού κεφαλαίου και κυρίως του πολυεθνικού.
Έτσι, η λεγόμενη πολιτική των «αποκρατικοποιήσεων» αποστερεί το κράτος απ’ την κατεξοχήν παραγωγική του λειτουργία, τη βασική του οικονομική χρησιμότητα για την εργαζόμενη κοινωνία. Η πολιτική αυτή και η δραματική κατάσταση των λεγόμενων «κοινωνικών δαπανών» αφαιρούν ακόμη και τα τελευταία προσχήματα «ανταποδοτικής ωφελιμότητας» του κράτους. Σε τι χρησιμεύει ένα κράτος που δεν μπορεί να παράσχει ούτε καν στοιχειώδεις κοινωνικές υπηρεσίες, που έτσι κι αλλιώς χρυσοπληρώνει η εργαζόμενη κοινωνία; Σε τι χρησιμεύει ένα κράτος που δεν έχει καμιά δυνατότητα να παράγει το δικό του εισόδημα, παρά μόνο ασκείται στην φορολογική λεηλασία των λαϊκών εισοδημάτων; Σε τι χρησιμεύει ένα κράτος που δεν μπορεί να παίξει κανέναν ουσιαστικό ρόλο στην παραγωγή και στην οικονομία, εκτός από το να παρέχει επιδοτήσεις, έργα και προμήθειες στο ιδιωτικό κεφάλαιο και να συντηρεί με κάθε τρόπο την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική κερδοσκοπία;
Το μόνο που τελικά απομένει είναι ένας τεράστιος, άκρως διογκωμένος και  παρασιτικός μηχανισμός γραφειοκρατικής διοίκησης, καταστολής και διευθέτησης κοινωνικών συγκρούσεων, που συντηρείται μέσα από μια βάρβαρη φορομπηκτική πολιτική και τα κρατικά χρέη. Ένας μηχανισμός που ανοικτά πλέον και δίχως προσχήματα αποτελεί προνομιακό πεδίο διαπλοκής του χρήματος με την πολιτική.

Η δεισιδαιμονική πίστη στη κρατική παρέμβαση

Η σκληρή αυτή πραγματικότητα ανάγκασε ακόμη και συντηρητικούς παράγοντες να ξανακαλύψουν παλιές αλήθειες για τον χαρακτήρα του κράτους: «Το πρόβλημα – λεει ο Τζον Σουήνη, πρόεδρος της AFL-CIO – δεν είναι τόσο το μέγεθος του κράτους, όσο το ποιον εξυπηρετεί το κράτος. Όταν πρόκειται να έλθει σε βοήθεια των  εργαζόμενων Αμερικάνων, το κράτος είναι πολύ συχνά εξαιρετικά αδέξιο και κοστοβόρο. Όταν, όμως, προστρέχει σε βοήθεια των πλουσίων και των καλά δικτυωμένων, το κράτος αναλαμβάνει δράση με εκπληκτική ταχύτητα»[1].
Ωστόσο για αρκετές δεκαετίες αυτή η απλή θεμελιώδης αλήθεια σχετικά με το χαρακτήρα του κράτους είχε πραγματικά εξορκιστεί απ’ την πολιτική προβληματική. Για ποιον λόγο; Για τον απλούστατο λόγο ότι η ραγδαία επέκταση του κράτους, ιδίως μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, έπρεπε να εμφανισθεί ότι γινόταν προς το συμφέρον του απλού εργαζόμενου. Ο απολυταρχικός καγκελάριος της Γερμανίας του 19ου αιώνα, φον Μπίσμαρκ – πρωτοπόρος στην ανάπτυξη της οικονομικής παρέμβασης του κράτους – ήταν απόλυτα ειλικρινής: «Η ιδέα μου ήταν να δωροδοκήσω τις εργαζόμενες τάξεις, ή καλύτερα να τις κερδίσω με το να θεωρούν το κράτος ως έναν κοινωνικό θεσμό που υπάρχει για το δικό τους καλό και ενδιαφέρεται για την ευημερία τους»[2].
Πάνω σ’ αυτή τη βάση έγινε μια τερατώδης προσπάθεια πολλών δεκαετιών να οικοδομηθεί στις πλατύτερες μάζες των εργαζομένων μια δεισιδαιμονική πίστη στο κράτος και στον οικονομικό του ρόλο, μια δεισιδαιμονική πίστη στις δυνατότητες κρατικού ελέγχου και παρεμβατισμού. Δεξιοί και αριστεροί οπαδοί του «λογικού καπιταλισμού» ήδη από την δεκαετία του ’50 ορκίζονταν στην «ανάπτυξη σοβαρής κρατικής πρωτοβουλίας», ιδίως σε περιόδους ύφεσης, ή κρίσης, ως γιατρικό για τα «σφάλματα» και τις «ατέλειες» της αγοράς, αλλά και ως σωτήρια εξισορρόπηση της κερδοσκοπικής δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου. Η σοσιαλδημοκρατία μάλιστα διαβεβαίωνε ότι «σε πολλές χώρες ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός παραχωρεί την θέση του σε μια οικονομία στην οποία ο κρατικός παρεμβατισμός και η συλλογική ιδιοκτησία περιορίζουν τη δράση των ιδιωτών καπιταλιστών»[3].
Δεν υπήρχε τίποτε πιο αναληθές απ’ αυτό. Κι αυτό γιατί καμμιά κυβέρνηση, σοσιαλδημοκρατική ή άλλη, καμμιά κεϋνσιανή κρατική παρέμβαση δεν ξέφυγε από το «χρυσό κανόνα» που ήθελε εξαρχής το κράτος να δραστηριοποιείται όχι ανταγωνιστικά, αλλά συμπληρωματικά στην αγορά, όχι ενάντια στα «ιερά και όσια» της, αλλά προς επανόρθωση των «ατελειών» της και για την ανάπτυξη «κοινωνικά ευαίσθητων τομέων», όπου το υψηλό κόστος και η χαμηλή απόδοση άφηναν το ιδιωτικό κεφάλαιο παγερά αδιάφορο. Έτσι οικοδομήθηκε μια κρατική παρέμβαση που είχε ως σκοπό να επιλαμβάνεται των προβλημάτων που δημιουργούσε η αγορά και η δράση του ιδιωτικού κεφαλαίου, δηλαδή να λειτουργεί ως σκουπιδιάρης και νοσοκόμος του καπιταλισμού, ως αποδέκτης των απορριμμάτων και παρηγορητής των θυμάτων της ιδιωτικής οικονομίας.
Μόνο που αυτός ο οικονομικός ρόλος του κράτους έπρεπε να εμφανισθεί ότι αναλαμβανόταν κατεξοχήν προς όφελος της εργαζόμενης κοινωνίας. Έτσι προέκυψαν οι πολιτικές του «κοινωνικού κράτους», που έγινε προσπάθεια να συνδυαστούν με την εξαγορά, τη δωροδοκία και την άνωθεν χειραγώγηση των κατώτερων τάξεων. Όλα τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τις εργαζόμενες τάξεις απ’ την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, θα τα αναλάμβανε εργολαβικά να τα λύσει η κρατική παρέμβαση. Αρκεί ο εργάτης, ο εργαζόμενος γενικά, να κοιτάζει τη δουλειά του, να κάθεται ήσυχος και πειθαρχικός, να αφήνει την «υψηλή πολιτική» στις εντεταλμένες ηγεσίες του στο συνδικάτο, στο κόμμα και την κυβέρνηση και να επιλέγει, όποτε του δίνουν την ευκαιρία, το «φως» απ’ το «σκότος», τους «καλούς» απ’ τους «κακούς» διαχειριστές, που θα τον κυβερνήσουν. Έτσι πανηγυρικά ανακοινώθηκε πως «οι ταξικές συγκρούσεις είναι νοσταλγία των επαναστατών αρχαϊκού τύπου»[4]. Το κράτος και όχι η ταξική πάλη είχε αναλάβει να λύσει τα προβλήματα της οικονομίας και των εργαζομένων. Αυτή ακριβώς η δεισιδαιμονική πίστη στο κράτος, στην κυβέρνηση, αποτέλεσε το περιεχόμενο του «κοινωνικού συμβολαίου» της σοσιαλδημοκρατίας στις πρώτες δεκαετίες μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Η αντιστροφή της ίδιας λογικής

Κι όλα αυτά καλά, μέχρις ότου η φούσκα έσπασε. Η λογική που ήθελε το κράτος να δραστηριοποιείται συμπληρωματικά στην αγορά, να διορθώνει «ατέλειες», να αποκαθιστά «σφάλματα» και να «εξυγιαίνει» τις ζημιές της ιδιωτικής οικονομίας, όχι μόνο δεν μπόρεσε να αποτελέσει ανάχωμα στην κρίση, αλλά συντέλεσε καταλυτικά στην εκρηκτική όξυνση των προβλημάτων. Ενώ η προσπάθεια να μεταφραστούν οι κοινωνικές παραχωρήσεις και παροχές προς τις εργαζόμενες τάξεις, σε ασφυκτικό πατερναλιστικό έλεγχο της συνείδησης και της δράσης τους, οδήγησε σ’ ένα τεράστιο πολυπλόκαμο και διεφθαρμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό πελατειακών σχέσεων και εξάρτησης απ’ τη κυβέρνηση.
Σ’ αυτή τη βάση στηρίχθηκε η αναβίωση του δόγματος της «ελεύθερης αγοράς». Οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις που ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο διέδιδαν την δεισιδαιμονική πίστη στην κρατική παρέμβαση, προσχωρούν πια αναφανδόν σε μια θρησκόληπτη προσκόλληση στην «ελεύθερη αγορά». Δεν είναι πια καθόλου σπάνιο το φαινόμενο να ακούμε σοσιαλιστές τύπου Χριστοδουλάκη να ανακοινώνουν εν είδη θρησκευτικού θέσφατου: «Η ελεύθερη αγορά δεν έχει αδιέξοδα».
Δεν έχει καμμιά σημασία αν η σημερινή «ελεύθερη αγορά» έχει γεννήσει τις πιο συγκεντρωτικές κεντρικά κατευθυνόμενες οικονομίες στο πρόσωπο των πολυεθνικών επιχειρηματικών κολοσσών, που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρώπινη ιστορία απ’ την εποχή των εμποροκρατικών εταιρειών των Ανατολικών και Δυτικών Ινδιών του 17ου και 18ου αιώνα. Δεν έχει καμμιά σημασία αν οι 55 απ’ τις 100 πιο μεγάλες οικονομίες του πλανήτη – με όρους ΑΕΠ ή τζίρου – δεν είναι κράτη με «οικονομίες της αγοράς», αλλά κεντρικά κατευθυνόμενες οικονομίες, δηλαδή πολυεθνικές, με δυνατότητα παρέμβασης στην παγκόσμια αγορά πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι είχαν ποτέ κατακτήσει οι «κεντρικά κατευθυνόμενες οικονομίες» του υπαρκτού σοσιαλισμού. Άλλωστε τα συμφέροντα αυτών των κεντρικά κατευθυνόμενων πολυεθνικών μονοπωλίων, την ανάγκη τους να ελέγξουν προς όφελός τους τις αγορές – κρατικές και ιδιωτικές – ήρθε να εξυπηρετήσει στις μέρες μας το δόγμα της «ελεύθερης αγοράς».
Το κράτος καλείται απλά να υποβοηθήσει ξανά την ιδιωτική οικονομία. Μόνο που αυτή τη φορά το μέγεθος του ιδιωτικού κεφαλαίου, οι ανάγκες κερδοσκοπίας του και οι δυνατότητες του να αξιοποιεί αγορές, είναι τέτοιες που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για συμπληρωματική «κρατική επιχειρηματική δράση». Την ίδια ώρα τα χρόνια προβλήματα υπερπαραγωγής και διαρθρωτικών ανωμαλιών απ’ τα οποία δεν φαίνεται να μπορεί να απαλλαγεί η αγορά, απαιτούν μια αυξημένη κρατικοδίαιτη στήριξη του επιχειρηματικού κέρδους, μέσα από διευρυμένα κρατικά «αναπτυξιακά προγράμματα», έργα και προμήθειες, όλων των ειδών τις επιχορηγήσεις και τις γενικές δημόσιες δαπάνες. Γι αυτό και εξαντλούνται τα περιθώρια ακόμη και για στοιχειώδεις «κοινωνικές δαπάνες», ή άλλες πολιτικές στήριξης των αναγκών της εργαζόμενης κοινωνίας.
Η ίδια κατ’ ουσία λογική για τον οικονομικό ρόλο του κράτους, η οποία είχε οδηγήσει παλιότερα στις ελλειμματικές, μερικές και συμπληρωματικού χαρακτήρα κρατικοποιήσεις, επιβάλει σήμερα τις μαζικές «αποκρατικοποιήσεις».  


 



[1] John J. Sweeney, America Needs a Raise, (1996) p. 59-60. 
[2] Elmer Roberts, Monarchical Socialism in Germany, (1913) p. 119.
[3] Yearbook of the International Socialist labour Movement 1956-57, p. 40.
[4] Τ. Τενταφίλοφ, Μύθοι για ένα σύστημα δίχως μέλλον, (1988), σελ. 84.

ΕΜΠΡΟΣ, ΤΧ. 4Ο, 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου